- κλειδοπίνακο
- το деревянная тарелка с крышкой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κλειδοπίνακο — το είδος ξύλινου πιάτου που κλείνεται με ξύλινο κάλυμμα και χρησιμεύει για τη μεταφορά φαγητών έξω από το σπίτι: Εργάζεται στα χωράφια κι η γυναίκα του του πηγαίνει φαγητό στο κλειδοπίνακο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλειδοπίνακο — το πλατύ και βαθύ ξύλινο πιάτο με επικάλυμμα, που χρησιμοποιείται συνήθως στα χωριά για μεταφορά φαγητού έξω από το σπίτι, αλλ. καστανιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλειδί + πινάκι(ο) «πιάτο». Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως] … Dictionary of Greek
κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η … Dictionary of Greek
τάπερ — το, Ν άκλ. πλαστικό δοχείο με σκέπασμα κατάλληλο για τη διατήρηση ή τη μεταφορά τροφίμων, πλαστικό κλειδοπίνακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. taper, ονομ. εταιρείας] … Dictionary of Greek